Η φιστικιά (stacia vera) κατάγεται από το Ιράν, καλλιεργείται δε σήμερα στην Ασία, τη Μεσόγειο και την Αμερική. Τα φιστίκια είναι από τους πιο νόστιμους ξηρούς καρπούς με μεγάλη θρεπτική αξία, πλούσια σε πρωτεΐνες και ανόργανα άλατα. Τρώγονται νωπά, ψημένα, αλατισμένα ή ανάλατα. Επίσης χρησιμοποιούνται ευρέως στη ζαχαροπλαστική.
Στην Αίγινα καλλιεργείται μια από τις καλύτερες ποικιλίες στον κόσμο και το 1996 χαρακτηρίστηκε σαν προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ύπαρξη του φιστικιού στην αρχαιότητα, βρίσκουμε όμως περιγραφές για έναν λείο, μακρύ και πράσινο καρπό που προσφέρονταν στα συμπόσια και που έμοιαζε με το φυστίκι.
Στο Βυζάντιο έτρωγαν τα φιστίκια μαζί με άλλους ξηρούς καρπούς σαν επιδόρπιο.
Τις πρώτες φιστικιές έφερε στην Ελλάδα και φύτεψε στο Ψυχικό ο σοκολατοποιός Δ. Παυλίδης το 1860 και αργότερα και ο Διευθυντής του Δημόσιου Δενδροκομείου στον Βοτανικό.
Για την εμφάνιση και καλλιέργεια της φιστικιάς στην Αίγινα, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, παρά μόνο κάποιες αναφορές στα Ιστορικά Αρχεία του νησιού για συναλλαγές κατοίκων με φιστίκια το 1898. Η πρώτη οργανωμένη καλλιέργεια εμφανίζεται στο τέλος του 19ου αιώνα από τον γιατρό Νικόλαου Πέρογλου, ο οποίος ήταν Αθηναίος, αλλά είχε αγοράσει στην Αίγινα κτήματα στα οποία είχε φυτέψει οπωροφόρα δένδρα αλλά και φιστικιές που είχε φέρει από τη Συρία. Τα οπωροφόρα δένδρα σε αντίθεση με τις φιστικιές δεν ευδοκίμησαν, έτσι αντικαταστάθηκαν με φιστικιές. Έτσι σιγά σιγά και οι ντόπιοι καλλιεργητές άρχισαν να φυτεύουν μικρές εκτάσεις με φιστικιές.